- φυλά(γ)ω
- φύλαξα, φυλάχτηκα, φυλαγμένος1. μτβ., προσέχω, επιτηρώ κάτι μην πάθει ή μη φύγει, φρουρώ, στέκομαι ως φύλακας: Δύο στρατιώτες ένοπλοι φυλάγουν τους αιχμαλώτους.2. προφυλάγω, προστατεύω, υπερασπίζω, σώζω: Ο Θεός να μας φυλάει απ' την κακιά την ώρα.3. διατηρώ, δε σπαταλώ, οικονομώ, αποταμιεύω, βάζω κατά μέρος, βάζω στην μπάντα: Φυλάει τα λεφτά του.4. διατηρώ κάτι σε καλή κατάσταση, το συντηρώ, φροντίζω να μη φθαρεί, καταστραφεί ή χαθεί: Δε φυλάει τα βιβλία του.5. ενεδρεύω, στήνω καρτέρι, παραφυλάω: Τον φύλαξαν στο στρίψιμο του δρόμου και τον σκότωσαν.6. το μέσ., φυλάγομαι προφυλάγομαι, προσέχω μην πάθω κάτι, έχω το νου μου, είμαι προσεχτικός: Να φυλάγεσαι απ' τους διπρόσωπους ανθρώπους.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.